- αιμολυσίνες
- Ουσίες που καταστρέφουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια και ελευθερώνουν την αιμοσφαιρίνη. Είναι ειδικά αντισώματα που δρουν με την παρουσία συμπληρώματος (σύμπλοκη ουσία που είναι απαραίτητη για τη σύνδεση ενός αντισώματος με το αντιγόνο και τη διάσπαση του τελευταίου). Οι α. βρίσκονται στον ορό του αίματος είτε φυσιολογικά (νορμοαιμολυσίνες) είτε ύστερα από μετάγγιση αίματος άλλου ατόμου ή ζωικού είδους (ανοσοϊσολυσίνες, ανοσοετερολυσίνες, ανοσοαιμολυσίνες) ή σε ορισμένες περιπτώσεις κύησης (ανοσοϊσολυσίνες). Σε ορισμένες ασθένειες από ιούς εμφανίζονται α. που αιμολύουν τα ίδια τα αιμοσφαίρια του οργανισμού (ανοσοαυτολυσίνες). Ως α. δρουν διάφορες μικροβιακές τοξίνες, άλλες χημικές ουσίες, όταν μπαίνουν στον οργανισμό σε μεγάλες δόσεις ή για μεγάλο χρονικό διάστημα (βενζόλιο, βαριά μέταλλα, αντιπυρετικά φάρμακα κτλ.) είτε εξαιτίας ειδικής ευαισθησίας του ατόμου (διάφορα φάρμακα, φυτικά ή ζωικά δηλητήρια κλπ.).
Dictionary of Greek. 2013.